Ρυμοτομική απαλλοτρίωση

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α’ 17):

«2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης … Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς.

3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη».

Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφ’ όσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς τη συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται εκ του ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Πάντως, υποχρέωση της Διοικήσεως προς άρση του διατηρουμένου πέραν του ευλόγου χρόνου βάρους ανακύπτει μόνον κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου.

Περαιτέρω, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα, οφείλει αμέσως και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να άρει την ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος, το ακίνητο δεν καθίσταται οικοδομήσιμο, αλλά, μέχρι την ολοκλήρωση, κατά τα ανωτέρω, της τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο.

Το κενό του Κ.Α.Α.Α, κάλυψε πρόσφατα ο νομοθέτης ο οποίος όρισε στο άρθρο 88 του Ν. 4759/2020:

«1. Η ρυμοτομική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης, εάν παρέλθουν:

 α. δεκαπέντε (15) έτη από την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο αυτή επιβλήθηκε για πρώτη φορά, ή

β. πέντε (5) έτη από την κύρωση της σχετικής πράξης εφαρμογής ή πράξης αναλογισμού, ή

 γ. δεκαοκτώ (18) μήνες από τον καθορισμό τιμής μονάδας, σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 20 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001, Α΄ 17).

2. Μετά από την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο ιδιοκτήτης, με αίτηση προς τον οικείο δήμο, δύναται να ζητήσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου η ιδιοκτησία του να καταστεί οικοδομήσιμη. Η αίτηση, στην οποία γίνεται συνοπτική περιγραφή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, πρέπει να συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την κυριότητα του αιτούντος επί του ακινήτου.

3. Το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης της παρ. 2 είτε αποδέχεται την αίτηση και εκκινεί τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου είτε προτείνει στον οικείο περιφερειάρχη την εκ νέου επιβολή της αρθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης για τον ίδιο σκοπό ή τη μερική επανεπιβολή της. Η ολική ή μερική επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης είναι δυνατή μόνο, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι επιβάλλουν τη διατήρηση του ακινήτου ή μέρους αυτού ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου, και β) ο οικείος δήμος διαθέτει την οικονομική δυνατότητα για την άμεση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στους δικαιούχους, που αποδεικνύεται με την εγγραφή της προσήκουσας αποζημίωσης σε ειδικό κωδικό στον προϋπολογισμό του οικείου δήμου. Ως προσήκουσα αποζημίωση ορίζεται, η υπολογιζόμενη με βάση το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών κατά το ημερολογιακό έτος υποβολής της αίτησης.».

Στο άρθρο 90 ότι :

«1. Εάν το Δημοτικό Συμβούλιο προτείνει προς τον αρμόδιο περιφερειάρχη την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με την αίτηση της παρ. 2 του άρθρου 88 ή τη μερική επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ο δήμος κινεί υποχρεωτικά τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου να καταστεί οικοδομήσιμο το ακίνητο ή το μέρος αυτού που δεν είναι πλέον υπό απαλλοτρίωση ή για το οποίο δεν συντρέχει περίπτωση επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης.

2.Εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απαλλοτρίωση ήρθη ή επανεπιβλήθηκε μερικώς, η αρμόδια υπηρεσία συντάσσει τοπογραφικό διάγραμμα εξαρτημένο στο σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87, στο οποίο αποτυπώνονται τα όρια της ιδιοκτησίας που βρίσκεται υπό ρυμοτομική απαλλοτρίωση και οριοθετημένα ή μη υδατορέματα, εγκεκριμένοι αρχαιολογικοί χώροι, οριογραμμές αιγιαλού, παραλίας, παλαιού αιγιαλού, όχθης, παρόχθιας ζώνης και παλαιάς όχθης και δουλείες διέλευσης εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ΔΕΗ ή αγωγού φυσικού αερίου και όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις προδιαγραφές των διαγραμμάτων της τροποποίησης ρυμοτομικών σχεδίων, καθώς και την πρόταση τροποποίησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου το ακίνητο να καταστεί οικοδομήσιμο. Εάν προκύπτει η ύπαρξη μη οριοθετημένου υδατορέματος, το διάγραμμα συνοδεύεται από πρόταση καθορισμού οριογραμμών υδατορεμάτων, σύμφωνα με τον ν. 4258/2014 (Α΄ 94). Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ανωτέρω προθεσμίας, το τοπογραφικό συντάσσεται με επιμέλεια του αιτούντος, ο οποίος δικαιούται να εισπράξει από τον δήμο την καταβολή της σχετικής δαπάνης. Το τοπογραφικό θεωρείται από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, ως προς την ισχύ των αναγραφόμενων στοιχείων του ρυμοτομικού σχεδίου.

3. Με βάση την προτεινόμενη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, που συνοδεύει το διάγραμμα της παρ. 2, ο δεσμευμένος χώρος μετατρέπεται σε οικοδομήσιμος, τηρώντας τη διαδικασία αναθεώρησης ρυμοτομικού σχεδίου της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4067/2012 (Α΄ 79). 4. Σε περιπτώσεις σχεδίων πόλεως που εγκρίθηκαν με τις διατάξεις του από 17.7/16.8.1923 ν.δ. (Α΄ 228), η εισφορά σε γη που επιβάλλεται κατά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου το ακίνητο να καταστεί οικοδομήσιμο για πρώτη φορά, υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124).»

Στο άρθρο 93 ότι :

«1. Οι διατάξεις των άρθρων 86 έως 89 εφαρμόζονται και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που έχουν κηρυχθεί πριν από τη δημοσίευση του παρόντος.»

Παράταση νομίμων προθεσμιών άρθρ. 237 παρ. 1 και 238 ΚΠολΔ

 

Στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση σε δικονομική υποχρέωση, όπως για παράδειγμα η τήρηση της προθεσμίας των άρθρων 237 παρ. 1 ΚΠολΔ και 238 ΚΠολΔ, αναφορικά με την υποχρέωση επίδοσης αγωγής, άσκησης και επίδοσης παρέμβασης, προσεπίκλησης και κατάθεσης προτάσεων, είναι δυνατή η παράταση των νομίμων προθεσμιών με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

 

Στην πράξη, κατόπιν κατάθεσης της αγωγής στην γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, συντάσσεται και κατατίθεται αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην οποία γίνεται επίκληση κινδύνου απώλειας της προθεσμίας επίδοσης και των λοιπών προθεσμιών. Η αίτηση συζητείται αυθημερόν ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας, χωρίς την κλήτευση των λοιπών διαδίκων και εκδίδεται άμεσα απόφαση.

 

Κατόπιν, προκειμένου να λάβουν γνώση οι αντίδικοι, επιδίδεται τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και τέλος προσκομίζεται ένα αντίγραφο στο γραμματέα του τμήματος κατάθεσης των προτάσεων προς ενημέρωσή του.

 

Αποποίηση κληρονομίας για λογαριασμό ανηλίκου τέκνου

 

Ένα από τα ζητήματα που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η ελληνική οικογένεια, ιδίως τα χρόνια της κρίσης, είναι η επαγωγή κατάχρεης κληρονομίας σε ανήλικο μέλος της. Όταν το γεγονός αυτό επισυμβεί, οι γονείς του ανήλικου τέκνου καλούνται να προβούν σε ενέργειες που ως σκοπό έχουν τη συγκέντρωση αποδεικτικών εγγράφων του κατάχρεου της κληρονομίας, ώστε να δυνηθούν να αιτηθούν από το Δικαστήριο της κληρονομίας να τους παράσχει την άδεια να αποποιηθούν την κληρονομία για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους.

 

Με δεδομένο ότι παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση στην έκδοση βεβαιώσεων οφειλής από τους αρμόδιους  φορείς (π.χ. Ασφαλιστικούς οργανισμούς, Τράπεζες, Εφορία κ.α.), οι ενέργειες πρέπει να είναι άμεσες, προκειμένου τα απαραίτητα έγγραφα να συγκεντρωθούν εντός του απαιτούμενου, για την κατάθεση της αίτησης αποποίησης, χρόνου.

 

Παρατίθεται απόσπασμα από την υπ΄αριθμ. 730/2020 απόφαση του ΕιρΑθ.

“Από τo συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710,1711,1846,1847,1848,1854 και 1856 ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: α) κατά το χρόνο του θανάτου προσώπου, η περιουσία του επάγεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του, οι οποίοι μπορούν να την αποποιηθούν μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθαν την επαγωγή και το λόγο της, β) η αποποίηση αυτή γίνεται με δήλωση στη γραμματεία του Δικαστηρίου της κληρονομιάς (άρθρο 812 ΚΠολΔ), γ) αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά, η επαγωγή σε εκείνον που αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν έγινε και στην περίπτωση αυτή επάγεται σε εκείνον που θα είχε κληθεί, εάν αυτός που αποποιήθηκε δε ζούσε κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία των τεσσάρων μηνών αρχίζει από τη γνώση της αποποίησης του προηγούμενου και της εξαιτίας αυτής κλήσης του κληρονόμου.

Η προθεσμία της αποποίησης τρέχει, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και κατά προσώπων ανίκανων προς δικαιοπραξία, όμως αυτή αναστέλλεται, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 1847 παρ. 3 ΑΚ, για τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 255 και 258 ΑΚ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1526, 1625 περ. 1 ΑΚ και 797 ΚΠολΔ, για την αποποίηση κληρονομίας για λογαριασμό ανηλίκου, πρέπει να υποβληθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο αίτηση από τους ασκούντες τη γονική αυτού μέριμνα γονείς και να χορηγηθεί η σχετική άδεια. Κατά το χρόνο τούτο, δηλαδή από την υποβολή της αίτησης για την παροχή άδειας για την αποποίηση κληρονομίας, που γίνεται για λογαριασμό ανηλίκου και μέχρι τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης αναστέλλεται, κατ’ άρθρο 255 εδ. α΄ ΑΚ, η προθεσμία προς αποποίηση λόγω ανωτέρας βίας, αφού η αποποίηση της κληρονομίας που θα γίνει από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς, εξαρτάται από γεγονός που δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και δη από την παροχή άδειας εκ μέρους του Δικαστηρίου (ΑΠ 338/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τα γεγονότα της γνώσης της επαγωγής με την έννοια της βάσιμης πληροφόρησης της ύπαρξης των πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομίας και αθροιστικά του λόγου επαγωγής -δηλαδή της κλήσης εκ διαθήκης ή εκ του νόμου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος- ερευνώνται εάν συντρέχουν στο πρόσωπο του εκπροσωπούντος τον ανίκανο (ΑΠ 493/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ κατ΄ άρθρο ερμηνεία, άρθρ. 1847-1848 αρ. 11, 17). Ειδικότερα δε, ως προς τον ανήλικο, η κληρονομία που επάγεται, θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής (άρθρ. 1527 ΑΚ) και η αποποίηση υπόκειται στις διατυπώσεις του άρθρου 1625 ΑΚ.

(…………….)

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο του θανάτου του, μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο της κληρονομίας του αποβιώσαντος, αποτελεί το δικαίωμα ψιλής κυριότητας επί διαμερίσματος επιφανείας …… τ.μ. του πρώτου ορόφου διώροφης οικοδομής, επί της οδού ….. Η αντικειμενική αξία του δικαιώματος (ψιλής κυριότητας) επί του κληρονομιαίου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 42.828,48  Ευρώ, όπως προκύπτει από το από 10-2-2020 φύλλο υπολογισμού της αξίας του δικαιώματος του θανόντος, της Συμ/φου Αθηνών, …… ενώ η εμπορική του στις 30.000 Ευρώ. Πλην όμως, ο παραπάνω αποβιώσας κατά το χρόνο θανάτου κατέλειπε σημαντικά χρέη, όπως μεταξύ άλλων, οφειλή στη Δ.Ο.Υ. ….., ποσού ……, οφειλή στη ΔΟ.Υ. ……, ποσού ……, οφειλή στον ΕΦΚΑ, ποσού ……., οφειλή λόγω δανείου στην Τράπεζα …….., ποσού ……, οφειλή λόγω πιστωτικής κάρτας στην Τράπεζα ……., ποσού …….., οφειλή στην Τράπεζα ……. από σύμβαση πίστωσης και των τροποποιητικών αυτής πράξεων, οφειλή στην εταιρία ………….. Α.Ε., ποσού ……, πλέον τόκων και εξόδων δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………… απόφασης του Ειρηνοδικείου ………….., η οποία έχει τελεσιδικήσει (βλ. το υπ΄αριθμ. …………… πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου …………. περί μη άσκησης ένδικων μέσων κατά της ανωτέρω απόφασης) και οφειλή προς τον κ. …………………, ποσού …….., πλέον τόκων και εξόδων δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……. διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………, κατά της οποίας δεν έχει ασκηθεί ανακοπή. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι τα χρέη του αποβιώσαντα προς το Δημόσιο και ιδιώτες ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 71.944,04 €, χωρίς να αποκλείεται και η ύπαρξη άλλων χρεών, που δεν μπορούσαν να διαγνωστούν από τους αιτούντες. Κατόπιν τούτων, η κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος είναι κατάχρεη, εφόσον το υφιστάμενο ενεργητικό δεν επαρκεί επ’ ουδενί για την κάλυψη του παθητικού της. Αφού λοιπόν αποδείχθηκε ότι η κληρονομιαία περιουσία που επήχθη στο ανήλικο τέκνο των αιτούντων, στερείται επαρκούς ενεργητικού και είναι κατάχρεη, η αποδοχή της επαχθείσας κληρονομίας στο παραπάνω ανήλικο τέκνο, ακόμα και με το ευεργέτημα της απογραφής, κρίνεται άσκοπη και μη συνάδουσα προς το συμφέρον του, με αποτέλεσμα να συντρέχει περίπτωση προφανούς ωφέλειάς του, να παρασχεθεί η άδεια στους αιτούντες γονείς να την αποποιηθούν για λογαριασμό του.”